νουνεχείᾳ

νουνεχείᾳ
νουνεχείᾱͅ , νουνέχεια
good sense
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νουνέχεια — good sense fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουνέχεια — η (Α νουνέχεια) [νουνεχής] σύνεση, φρονιμάδα …   Dictionary of Greek

  • νουνεχείας — νουνεχείᾱς , νουνέχεια good sense fem acc pl νουνεχείᾱς , νουνέχεια good sense fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουνέχειαν — νουνέχεια good sense fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”